επιθεωρησιογράφος

επιθεωρησιογράφος
ο автор театральных обозрений, ревю, сатирических эстрадных представлений

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επιθεωρησιογράφος" в других словарях:

  • επιθεωρησιογράφος — ο συγγραφέας θεατρικών επιθεωρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθεώρηση + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • επιθεωρησιογράφος — ο ο συγγραφέας θεατρικών επιθεωρήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»